-
1 τακτικός
τακτικός, zum Ordnen, Anordnen gehörig, geschickt; διέξοδοι, Plat. Legg. VII, 813 e; ἀνήρ, Xen. Cyr. 8, 5, 15; dah. ἡ τακτική, sc. τέχνη, die Kunst, ein Heer in Schlachtordnung zu stellen, die Taktik, auch τὰ τακτικά, Xen. Cyr. 1, 6, 14. 23; τακτικὸν σύγγραμμα, Schrift über Taktik; τακτικῶν ἔμπειρος, Luc. Zeux. 9.
-
2 τακτικός
τακτικός, zum Ordnen, Anordnen gehörig, geschickt; dah. ἡ τακτική, sc. τέχνη, die Kunst, ein Heer in Schlachtordnung zu stellen, die Taktik, auch τὰ τακτικά; τακτικὸν σύγγραμμα, Schrift über Taktik
См. также в других словарях:
τακτικός — ή, ό / τακτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και ταχτικός, ή, ό, Ν [τάσσω] νεοελλ. 1. αυτός που συμβαίνει κατά ορισμένο τρόπο ή σε ορισμένο χρόνο, σε αντιδιαστολή με τον έκτακτο (α. «κάθε απόγευμα κάνει τον τακτικό του περίπατο» β. «τακτική συνέλευση» γ.… … Dictionary of Greek